- ραιβός
- -ή, -ό/ ῥαιβός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. καμπύλος, κυρτός2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδίανεοελλ.ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή τού σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *wrai-gw- και συνδέεται με το γοτθ. wraigs «κυρτός» και τα: ῥοικός*, ῥυβόν*. Χαρακτηριστικό είναι ότι το επίθ. εμφανίζει φωνηεντισμό -α- που παρατηρείται σε πολλά επίθ. δηλωτικά ασθενείας (πρβλ. λαιός, σκαίος, φαύλος, κλαμβός)].
Dictionary of Greek. 2013.